-
1 μαρτυρικός
μαρτυρικός, -ή, -όмученический:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μαρτυρικός
См. также в других словарях:
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek